- τροχερός
- τροχερόςrunningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχερός — ά, όν, Α 1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει 2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] … Dictionary of Greek